φαταλισμός — Ο όρος είναι ξενικής προέλευσης. Στα ελληνικά λέγεται μοιρολατρία. Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα της ζωής καθορίζονται από τη μοίρα, το πεπρωμένο, την αμετάκλητη υπερβατική αιτία. Πρόκειται για θεολογική αιτιοκρατία και… … Dictionary of Greek
μοιροκρατία — η (φιλοσ.) θεωρία κατά την οποία όλα στον κόσμο συντελούνται κατά αναπόδραστη αναγκαιότητα, ως προκαθορισμένα από μια υπερβατική δύναμη, τη Μοίρα, που κυριαρχεί στα πάντα και τής οποίας τα σχέδια και τις αποφάσεις καμιά δύναμη δεν μπορεί να… … Dictionary of Greek
φαταλιστής — ο, θηλ. φαταλίστρια, Ν οπαδός τού φαταλισμού, μοιρολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fataliste (βλ. λ. φαταλισμός)] … Dictionary of Greek
μοιροκρατία — η (φιλοσ.), φιλοσοφική θεωρία που πιστεύει ότι όλα είναι προκαθορισμένα (ζωή, θάνατος κτλ.), είναι πεπρωμένα, αναπόφευκτα, ο φαταλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)